- λεπτοδερμία
- η (Α λεπτοδερμία) [λεπτόδερμος]η λεπτότητα τού δέρματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτοδερμίαν — λεπτοδερμίᾱν , λεπτοδερμία thinness of skin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)